- αισιοδοξώ
- -ησα, είμαι αισιόδοξος: Αισιοδοξώ για τα αποτελέσματα των εξετάσεων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αισιοδοξώ — βλ. πίν. 73 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αισιοδοξώ — [αισιόδοξος] είμαι αισιόδοξος, ελπίζω σε ευνοϊκή έκβαση τών πραγμάτων … Dictionary of Greek
βλέπω — (AM βλέπω) 1. διαθέτω την αίσθηση της όρασης 2. έχω την ικανότητα να βλέπω 3. στρέφω το βλέμμα, κοιτάζω 4. προσέχω με το βλέμμα 5. προσέχω, είμαι προσεκτικός μήπως.. 6. προσέχω ν αποφύγω κάτι 7. εξετάζω 8. θαυμάζω, κοιτάζω με θαυμασμό 9. κατανοώ … Dictionary of Greek
αισιοφρονώ — [αισιόφρων] αισιοδοξώ … Dictionary of Greek
αισιόδοξος — η, ο 1. αυτός που διαπνέεται από αισιοδοξία, που ελπίζει σε ευτυχή έκβαση τών πραγμάτων, οπτιμιστής 2. αίσιος, ευνοϊκός «αισιόδοξη προοπτική». [ΕΤΥΜΟΛ. < αίσιος + δοξος < δόξα απόδοση στα Ελληνικά τού γαλλ. όρου optimiste (βλ. αισιοδοξία).… … Dictionary of Greek
καυχιέμαι — και καυχώμαι και καυκιέμαι και καυκιούμαι και καυκούμαι (ΑΜ καυχῶμαι, άομαι, Α δωρ. τ. καυχέομαι) μιλώ με υπερηφάνεια για τον εαυτό μου, μεγαλαυχώ, κομπάζω, παινεύομαι (α. «τού αρέσει να καυχιέται για τα κατορθώματά του» β. «διὰ τὸ καυχήσασθαι… … Dictionary of Greek
οραματίζομαι — (Α ὁραματίζομαι) [όραμα] νεοελλ. 1. βλέπω οράματα, οπτασίες 2. ονειροπολώ για κάτι που ποθώ και αισιοδοξώ ότι θα γίνει, φαντάζομαι («οι νέοι οραματίζονται ένα καλύτερο αύριο») αρχ. βλέπω, παρατηρώ … Dictionary of Greek
οραματίζομαι — οραματίστηκα 1. βλέπω όραμα, οπτασία, οπτασιάζομαι. 2. κάνω ελπιδοφόρα όνειρα, ελπίζω, αισιοδοξώ: Οραματίστηκε μιαν ένδοξη πατρίδα. 3. καθρεφτίζομαι στα ήσυχα νερά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)